πρωτέλεια

πρωτέλεια
τα, Ν
1. ιεροτελεστίες πριν από γάμο ή άλλες τελετές
2. εισήγηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για άλλο τ. τού πρωτόλεια*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”